διψη
Смотреть что такое "διψη" в других словарях:
διψῇ — διψάω thirst pres subj mp 2nd sg (attic epic ionic) διψάω thirst pres ind mp 2nd sg (attic epic ionic) διψάω thirst pres subj act 3rd sg (attic epic ionic) διψάω thirst pres ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίψη — δίψος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δίψος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διψάω thirst pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) διψάω thirst imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίψῃ — δίψα thirst fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίψηι — δίψῃ , δίψα thirst fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безводьныи — (18) пр. Безводный, сухой: в поуста˫а мѣста и безводна. (ἀνύδρους) ПНЧ XIV, 20в; идосте в мѣсто безводно. (ἀνύδρῳ) ФСт XIV, 122г; мѣсто... безводно ||=и лѣсно. преводнѣ же еу(г)альское оученье. предѣла же пото(к) вѣрны(х) цр҃кы. преже безводна… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale
καρχαλέος — καρχαλέος, α, ον (Α) 1. ξερός («δίψη καρχαλέοι», Ομ. Ιλ.) 2. ορμητικός, άγριος («καρχαλέοι κύνες», Απολλ. Ρόδ.) 3. (για ήχο) τραχύς, οξύς («καρχαλέος χρεμετισμός», Νόνν.) [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών λ. κάρχαρος και… … Dictionary of Greek
πείνα — Η έλλειψη τροφής, λιμός. Η λήψη θρεπτικών ουσιών καταπραΰνει την π. Το ποσό των τροφίμων που απαιτείται για να κορεστεί η π. ποικίλλει ανάλογα με τα άτομα και το κλίμα. Απεργία π. λέγεται ιδιότυπο είδος απεργίας που χρησιμοποιήθηκε στους… … Dictionary of Greek
τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… … Dictionary of Greek